Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφρονῶν μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος περιφρονέω-ῶ < περίφρων

  Μετοχή επεξεργασία

περιφρονῶν, περιφρονοῦσα, περιφρονοῦν

  1. σκεπτόμενος γύρω από ένα θέμα
  2. που περιφρονεί, υποτιμά, μειώνει
    καὶ Ὁμήρου καὶ ἑτέρων... ὡς ὑμεῖς εὐσχήμονές τινες καὶ περιφρονοῦντες τὸν δῆμον, ἵν᾽ εἰδῆτε ὅτι καὶ ἡμεῖς τι ἤδη ἠκούσαμεν καὶ ἐμάθομεν : επικαλείστε τον Όμηρο και άλλους... λες κι εσείς είστε ανώτεροι (σε παιδεία) και θεωρείτε πολύ κατώτερο τον απλό λαό, θα δείτε ότι κι εμείς κάτι ακούσαμε και μάθαμε (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, 141)