περιστοιχισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
περιστοιχισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του περιστοιχισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του περιστοιχισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιστοιχισμένος