περιπεπλεγμένο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπεπλεγμένο < ουδέτερο της λέξης περιπεπλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιπλέκομαι
Μετοχή επεξεργασία
περιπεπλεγμένο
- που έχει περιπλακεί, που είναι ίσως διαπλεκόμενο, αρκετά περίπλοκο και μπλεγμένο