περικλεώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικλεώς < περικλεής + -ώς < ελληνιστική κοινή περικλεής < αρχαία ελληνική περί + κλέος
Επίρρημα επεξεργασία
περικλεώς, -ής, -ές
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περικλεώς
|