Δείτε επίσης: περικλαδής, περικλάδι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικλαδεύω < μεσαιωνική ελληνική περικλαδεύω[1] < ελληνιστική κοινή κλαδεύω < αρχαία ελληνική κλάδος

  Ρήμα επεξεργασία

περικλαδεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. περικλαδεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)