περιδαίδαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ περιδαίδαλος | τὸ περιδαίδαλον | οἱ, αἱ περιδαίδαλοι | τὰ περιδαίδαλα |
Γενική | τοῦ, τῆς περιδαιδάλου | τοῦ περιδαιδάλου | τῶν περιδαιδάλων | τῶν περιδαιδάλων |
Δοτική | τῷ, τῇ περιδαιδάλῳ | τῷ περιδαιδάλῳ | τοῖς, ταῖς περιδαιδάλοις | τοῖς περιδαιδάλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν περιδαίδαλον | τὸ περιδαίδαλον | τοὺς, τὰς περιδαιδάλους | τὰ περιδαίδαλα |
Κλητική | περιδαίδαλε | περιδαίδαλον | περιδαίδαλοι | περιδαίδαλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | περιδαιδάλω | |||
Γενική-Δοτική | περιδαιδάλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπεριδαίδαλος < αρχαία ελληνική περί + δαίδαλος (=ποικίλος)
Επίθετο
επεξεργασίαπεριδαίδαλος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ο υπερβολικά στολισμένος σε όλη του την έκταση με πλήθος σχεδίων και διακοσμητικών στοιχείων
- (ελληνιστική κοινή) πολύχρωμος