Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περγέλι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
περγέλι
<
τουρκική
pergel
<
περσική
پرگال
(pargāl),
پرگار
(pargār)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περγέλι
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
διαβήτης
(όργανο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
περιγέλι
πριέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περγέλι