πενταλό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πενταλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική pédalo
Ουσιαστικό επεξεργασία
πενταλό ουδέτερο άκλιτο
- (σπάνιο) το θαλάσσιο ποδήλατο
Μεταφράσεις επεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη θαλάσσιο ποδήλατο
πενταλό ουδέτερο άκλιτο