Ετυμολογία

επεξεργασία
πεμπάζω < αιολ. πεμπάς -άδος αντί πέντε

πεμπάζω

  1. μετράω σε πεντάδες, κατά πεντάδες, χρησιμοποιώντας τα πέντε δάχτυλα.
  2. στρατιωτικό τμήμα από πέντε άνδρες.
  3. (κατ’ επέκταση), (γενικότερα) λογαριάζω, υπολογίζω (και μεταφορικά)