πεμπάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεμπάζω < αιολ. πεμπάς -άδος αντί πέντε
Ρήμα
επεξεργασίαπεμπάζω
- μετράω σε πεντάδες, κατά πεντάδες, χρησιμοποιώντας τα πέντε δάχτυλα.
- στρατιωτικό τμήμα από πέντε άνδρες.
- (κατ’ επέκταση), (γενικότερα) λογαριάζω, υπολογίζω (και μεταφορικά)