Ετυμολογία

επεξεργασία
πατριωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πατριωτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πατριωτικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

πατριωτικώς