πατριωτικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατριωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πατριωτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε πατριωτικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαπατριωτικώς
Πηγές
επεξεργασία- λήγουν σε -πατριωτικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)