πατερημά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατερημά < ουσιαστικοποιημένο Πάτερ ημών
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατερημά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατερημά
|
πατερημά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
|