παρομοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρομοιώνω < ελληνιστική κοινή παρομοιόω + -ώνω < παρά + αρχαία ελληνική ὅμοιος / ὁμοῖος
Ρήμα
επεξεργασίαπαρομοιώνω
- άλλη μορφή του παρομοιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρομοιώνω | παρομοίωνα | θα παρομοιώνω | να παρομοιώνω | παρομοιώνοντας | |
β' ενικ. | παρομοιώνεις | παρομοίωνες | θα παρομοιώνεις | να παρομοιώνεις | παρομοίωνε | |
γ' ενικ. | παρομοιώνει | παρομοίωνε | θα παρομοιώνει | να παρομοιώνει | ||
α' πληθ. | παρομοιώνουμε | παρομοιώναμε | θα παρομοιώνουμε | να παρομοιώνουμε | ||
β' πληθ. | παρομοιώνετε | παρομοιώνατε | θα παρομοιώνετε | να παρομοιώνετε | παρομοιώνετε | |
γ' πληθ. | παρομοιώνουν(ε) | παρομοίωναν παρομοιώναν(ε) |
θα παρομοιώνουν(ε) | να παρομοιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρομοίωσα | θα παρομοιώσω | να παρομοιώσω | παρομοιώσει | ||
β' ενικ. | παρομοίωσες | θα παρομοιώσεις | να παρομοιώσεις | παρομοίωσε | ||
γ' ενικ. | παρομοίωσε | θα παρομοιώσει | να παρομοιώσει | |||
α' πληθ. | παρομοιώσαμε | θα παρομοιώσουμε | να παρομοιώσουμε | |||
β' πληθ. | παρομοιώσατε | θα παρομοιώσετε | να παρομοιώσετε | παρομοιώστε | ||
γ' πληθ. | παρομοίωσαν παρομοιώσαν(ε) |
θα παρομοιώσουν(ε) | να παρομοιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρομοιώσει | είχα παρομοιώσει | θα έχω παρομοιώσει | να έχω παρομοιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρομοιώσει | είχες παρομοιώσει | θα έχεις παρομοιώσει | να έχεις παρομοιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρομοιώσει | είχε παρομοιώσει | θα έχει παρομοιώσει | να έχει παρομοιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρομοιώσει | είχαμε παρομοιώσει | θα έχουμε παρομοιώσει | να έχουμε παρομοιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρομοιώσει | είχατε παρομοιώσει | θα έχετε παρομοιώσει | να έχετε παρομοιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρομοιώσει | είχαν παρομοιώσει | θα έχουν παρομοιώσει | να έχουν παρομοιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρομοιώνω
|