παρεδρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεδρεύω < αρχαία ελληνική παρεδρεύω < πάρεδρος
Ρήμα
επεξεργασίαπαρεδρεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρεδρεύω | παρέδρευα | θα παρεδρεύω | να παρεδρεύω | παρεδρεύοντας | |
β' ενικ. | παρεδρεύεις | παρέδρευες | θα παρεδρεύεις | να παρεδρεύεις | παρέδρευε | |
γ' ενικ. | παρεδρεύει | παρέδρευε | θα παρεδρεύει | να παρεδρεύει | ||
α' πληθ. | παρεδρεύουμε | παρεδρεύαμε | θα παρεδρεύουμε | να παρεδρεύουμε | ||
β' πληθ. | παρεδρεύετε | παρεδρεύατε | θα παρεδρεύετε | να παρεδρεύετε | παρεδρεύετε | |
γ' πληθ. | παρεδρεύουν(ε) | παρέδρευαν παρεδρεύαν(ε) |
θα παρεδρεύουν(ε) | να παρεδρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέδρευσα | θα παρεδρεύσω | να παρεδρεύσω | παρεδρεύσει | ||
β' ενικ. | παρέδρευσες | θα παρεδρεύσεις | να παρεδρεύσεις | παρέδρευσε | ||
γ' ενικ. | παρέδρευσε | θα παρεδρεύσει | να παρεδρεύσει | |||
α' πληθ. | παρεδρεύσαμε | θα παρεδρεύσουμε | να παρεδρεύσουμε | |||
β' πληθ. | παρεδρεύσατε | θα παρεδρεύσετε | να παρεδρεύσετε | παρεδρεύστε | ||
γ' πληθ. | παρέδρευσαν παρεδρεύσαν(ε) |
θα παρεδρεύσουν(ε) | να παρεδρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρεδρεύσει | είχα παρεδρεύσει | θα έχω παρεδρεύσει | να έχω παρεδρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρεδρεύσει | είχες παρεδρεύσει | θα έχεις παρεδρεύσει | να έχεις παρεδρεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρεδρεύσει | είχε παρεδρεύσει | θα έχει παρεδρεύσει | να έχει παρεδρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρεδρεύσει | είχαμε παρεδρεύσει | θα έχουμε παρεδρεύσει | να έχουμε παρεδρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρεδρεύσει | είχατε παρεδρεύσει | θα έχετε παρεδρεύσει | να έχετε παρεδρεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρεδρεύσει | είχαν παρεδρεύσει | θα έχουν παρεδρεύσει | να έχουν παρεδρεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεδρεύω
|