παρασχηματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασχηματίζω < ελληνιστική κοινή παρασχηματίζω[1] < αρχαία ελληνική παρά + σχηματίζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρασχηματίζω (παθητική φωνή: παρασχηματίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρασχηματίζω | παρασχημάτιζα | θα παρασχηματίζω | να παρασχηματίζω | παρασχηματίζοντας | |
β' ενικ. | παρασχηματίζεις | παρασχημάτιζες | θα παρασχηματίζεις | να παρασχηματίζεις | παρασχημάτιζε | |
γ' ενικ. | παρασχηματίζει | παρασχημάτιζε | θα παρασχηματίζει | να παρασχηματίζει | ||
α' πληθ. | παρασχηματίζουμε | παρασχηματίζαμε | θα παρασχηματίζουμε | να παρασχηματίζουμε | ||
β' πληθ. | παρασχηματίζετε | παρασχηματίζατε | θα παρασχηματίζετε | να παρασχηματίζετε | παρασχηματίζετε | |
γ' πληθ. | παρασχηματίζουν(ε) | παρασχημάτιζαν παρασχηματίζαν(ε) |
θα παρασχηματίζουν(ε) | να παρασχηματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρασχημάτισα | θα παρασχηματίσω | να παρασχηματίσω | παρασχηματίσει | ||
β' ενικ. | παρασχημάτισες | θα παρασχηματίσεις | να παρασχηματίσεις | παρασχημάτισε | ||
γ' ενικ. | παρασχημάτισε | θα παρασχηματίσει | να παρασχηματίσει | |||
α' πληθ. | παρασχηματίσαμε | θα παρασχηματίσουμε | να παρασχηματίσουμε | |||
β' πληθ. | παρασχηματίσατε | θα παρασχηματίσετε | να παρασχηματίσετε | παρασχηματίστε | ||
γ' πληθ. | παρασχημάτισαν παρασχηματίσαν(ε) |
θα παρασχηματίσουν(ε) | να παρασχηματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρασχηματίσει | είχα παρασχηματίσει | θα έχω παρασχηματίσει | να έχω παρασχηματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρασχηματίσει | είχες παρασχηματίσει | θα έχεις παρασχηματίσει | να έχεις παρασχηματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρασχηματίσει | είχε παρασχηματίσει | θα έχει παρασχηματίσει | να έχει παρασχηματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρασχηματίσει | είχαμε παρασχηματίσει | θα έχουμε παρασχηματίσει | να έχουμε παρασχηματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρασχηματίσει | είχατε παρασχηματίσει | θα έχετε παρασχηματίσει | να έχετε παρασχηματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρασχηματίσει | είχαν παρασχηματίσει | θα έχουν παρασχηματίσει | να έχουν παρασχηματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασχηματίζω
|
- ↑ παρασχηματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.