Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρανυστάζω < παρα- + νυστάζω

  Ρήμα επεξεργασία

παρανυστάζω

παρανύσταξα, πάω για ύπνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία