παραντάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραντάρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική parentato
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραντάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραντάρι
|
Πηγές
επεξεργασία- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.