παρακάλεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακάλεση < παρακαλώ, παρακαλεσ- -η • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈka.le.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κά‐λε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρακάλεση θηλυκό
- (προφορικό) άλλη μορφή του παράκληση [1]
- ※ Αυτά τα 'πε στο λοχαγό Δημητρίου, κι αυτός χαιρέτησε σε στάση προσοχής, ξέροντας πως κάθε παρακάλεση από ανώτερους είναι μια διαταγή. (Στράτης Μυριβήλης Ο τύμβος [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρακάλεση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .