παραθερισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαραθερισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του παραθερισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του παραθερισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραθερισμένος