Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβλώψ < παρα- + -βλώψ < παραβλέπω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραβλώψ αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο αλλήθωρος
  2. ο τυφλός

  Πηγές επεξεργασία