Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ψηφοφόρος ετοιμάζει το ψηφοδέλτιό της πίσω από το παραβάν.
 
Ξύλινο παραβάν.

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική paravent[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραβάν ουδέτερο άκλιτο

  • συρόμενη ή αναδιπλούμενη κατασκευή ή κουρτίνα, η οποία κλείνοντας απομονώνει έναν χώρο, πχ σε δοκιμαστήρια καταστημάτων ρούχων, εκλογικά τμήματα κλπ

  Μεταφράσεις επεξεργασία