Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ παράθυρος τὸ παράθυρον οἱ, αἱ παράθυροι τὰ παράθυρα
Γενική τοῦ, τῆς παραθύρου τοῦ παραθύρου τῶν παραθύρων τῶν παραθύρων
Δοτική τῷ, τῇ παραθύρῳ τῷ παραθύρῳ τοῖς, ταῖς παραθύροις τοῖς παραθύροις
Αιτιατική τὸν, τὴν παράθυρον τὸ παράθυρον τοὺς, τὰς παραθύρους τὰ παράθυρα
Κλητική παράθυρε παράθυρον παράθυροι παράθυρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική παραθύρω
Γενική-Δοτική παραθύροιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράθυρος< παρά- + θύρ(α) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

παράθυρος, -oς-, ον

  Πηγές επεξεργασία