Ετυμολογία

επεξεργασία
παγκούρβα < παν- + κούρβα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παγκούρβα θηλυκό

  • πόρνη που κάνει διάφορες ακολασίες
    ※  14ος αιώνας, Στέφανος Σαχλίκης, Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη, στίχ. 849 (848-849) @anemi.lib.uoc.gr
    — Γαμιέσαι, Ποθοτσουτσουνιά, μαυλίζεις, ψωλοπόθα;
    πίνεις, παγκούρβα, τὸ κρασὶν καὶ τότες περδικάρεις;
    Αφήγησις παράξενος /Stefanos Sahlikis i evo stihotborenie ; iszlbdovanie S. D. Papadimitriu, (επιμ.), Odessa :typ. Ekonomitseskaja, 1896.