πάνε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐νε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπάνε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πηγαίνω
- θα πάνε: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πηγαίνω
- (ιδιωματικό) β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος πηγαίνω: πήγαινε