οὐρανόπεμπτος
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὐρανόπεμπτος < οὐρανό- + πέμπ(ω) + -τος όπως στην εκκλησιαστική φράση «οὐρανόθεν ἐπέμφθη»[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ουρανόπεμπτος
Επίθετο
επεξεργασίαοὐρανόπεμπτος
Συγγενικά
επεξεργασία- οὐρανόπλαστος
- → και δείτε τη λέξη οὐρανός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ουρανόπεμπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- οὐρανόπεμπτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)