Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐδέτερος < οὐδέ + ἕτερος

  Αντωνυμία

επεξεργασία

οὐδέτερος

  1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από τους δύο
  2. ουδέτερος