Δείτε επίσης: οίηση

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἴησις < οἴομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἴησις θηλυκό

  1. γνώμη
  2. εσφαλμένη γνώμη
  3. έπαρση, αλαζονεία
     συνώνυμα: οἴημα