οίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οίηση | οι | οιήσεις |
γενική | της | οίησης* | των | οιήσεων |
αιτιατική | την | οίηση | τις | οιήσεις |
κλητική | οίηση | οιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οίηση < αρχαία ελληνική οἴησις < οἴομαι / οἶμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοίηση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οίηση