Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ούριος άνεμος < ούριος και άνεμος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ούριος άνεμος αρσενικό

  1. άνεμος που πλέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, ευνοϊκός άνεμος
  2. (μεταφορικά) οι ευνοϊκές συνθήκες

  Μεταφράσεις επεξεργασία