ονειροπαρμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαονειροπαρμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ονειροπαρμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ονειροπαρμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ονειροπαρμένος