ομοψηφώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοψηφώ < ελληνιστική κοινή ὁμοψηφέω
Ρήμα επεξεργασία
ομοψηφώ
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ομοψηφώ | ομοψηφούσα | θα ομοψηφώ | να ομοψηφώ | ομοψηφώντας | |
β' ενικ. | ομοψηφείς | ομοψηφούσες | θα ομοψηφείς | να ομοψηφείς | (ομοψήφει) | |
γ' ενικ. | ομοψηφεί | ομοψηφούσε | θα ομοψηφεί | να ομοψηφεί | ||
α' πληθ. | ομοψηφούμε | ομοψηφούσαμε | θα ομοψηφούμε | να ομοψηφούμε | ||
β' πληθ. | ομοψηφείτε | ομοψηφούσατε | θα ομοψηφείτε | να ομοψηφείτε | ομοψηφείτε | |
γ' πληθ. | ομοψηφούν(ε) | ομοψηφούσαν(ε) | θα ομοψηφούν(ε) | να ομοψηφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ομοψήφησα | θα ομοψηφήσω | να ομοψηφήσω | ομοψηφήσει | ||
β' ενικ. | ομοψήφησες | θα ομοψηφήσεις | να ομοψηφήσεις | ομοψήφησε | ||
γ' ενικ. | ομοψήφησε | θα ομοψηφήσει | να ομοψηφήσει | |||
α' πληθ. | ομοψηφήσαμε | θα ομοψηφήσουμε | να ομοψηφήσουμε | |||
β' πληθ. | ομοψηφήσατε | θα ομοψηφήσετε | να ομοψηφήσετε | ομοψηφήστε | ||
γ' πληθ. | ομοψήφησαν ομοψηφήσαν(ε) |
θα ομοψηφήσουν(ε) | να ομοψηφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ομοψηφήσει | είχα ομοψηφήσει | θα έχω ομοψηφήσει | να έχω ομοψηφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ομοψηφήσει | είχες ομοψηφήσει | θα έχεις ομοψηφήσει | να έχεις ομοψηφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ομοψηφήσει | είχε ομοψηφήσει | θα έχει ομοψηφήσει | να έχει ομοψηφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ομοψηφήσει | είχαμε ομοψηφήσει | θα έχουμε ομοψηφήσει | να έχουμε ομοψηφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ομοψηφήσει | είχατε ομοψηφήσει | θα έχετε ομοψηφήσει | να έχετε ομοψηφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ομοψηφήσει | είχαν ομοψηφήσει | θα έχουν ομοψηφήσει | να έχουν ομοψηφήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοψηφώ
|