Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

οζά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (κρητικά) άλλη μορφή του ζα: (ζώα, πληθυντικός αριθμός του ζώο)
    ⮡  Ήρθανε ειδικοί φρουροί και βρήκα το μπελά μου/και βασιλεύει άδυτος ο ήλιος στα οζά μου
    ※  τα όρη πέτρες στα κλαδιά και τα οζά πετούνε/άμα φυλακιστεί ο βοσκός και δεν τον εθωρούνε (Νίκος Κυριακάκης, Τα όπλα του χωριού)