Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεψαχνίζω < ξε + ψαχνό + -ίζω

ξεψαχνίζω

  1. σκαλίζω και αφαιρώ ό,τι δεν θέλω από το κρέας και ψάχνω να βρω το ψαχνό, χωρίς κόκαλα και λίπος (είτε για να το μαγειρέψω είτε για να φάω το εκλεκτό κομμάτι μετά το μαγείρεμα)
  2. κάνω επισταμένη και εις βάθος έρευνα για κάτι, ρωτώ επίμονα μέχρι να βρω την πληροφορία που γυρεύω
  3. (παρωχημένο) κλέβω το πορτοφόλι κάποιου ή του παίρνω τα λεφτά εκμεταλλευόμενός τον έντεχνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία