ξεψαχνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεψαχνίζω
- σκαλίζω και αφαιρώ ό,τι δεν θέλω από το κρέας και ψάχνω να βρω το ψαχνό, χωρίς κόκαλα και λίπος (είτε για να το μαγειρέψω είτε για να φάω το εκλεκτό κομμάτι μετά το μαγείρεμα)
- κάνω επισταμένη και εις βάθος έρευνα για κάτι, ρωτώ επίμονα μέχρι να βρω την πληροφορία που γυρεύω
- (παρωχημένο) κλέβω το πορτοφόλι κάποιου ή του παίρνω τα λεφτά εκμεταλλευόμενός τον έντεχνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεψαχνίζω | ξεψάχνιζα | θα ξεψαχνίζω | να ξεψαχνίζω | ξεψαχνίζοντας | |
β' ενικ. | ξεψαχνίζεις | ξεψάχνιζες | θα ξεψαχνίζεις | να ξεψαχνίζεις | ξεψάχνιζε | |
γ' ενικ. | ξεψαχνίζει | ξεψάχνιζε | θα ξεψαχνίζει | να ξεψαχνίζει | ||
α' πληθ. | ξεψαχνίζουμε | ξεψαχνίζαμε | θα ξεψαχνίζουμε | να ξεψαχνίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεψαχνίζετε | ξεψαχνίζατε | θα ξεψαχνίζετε | να ξεψαχνίζετε | ξεψαχνίζετε | |
γ' πληθ. | ξεψαχνίζουν(ε) | ξεψάχνιζαν ξεψαχνίζαν(ε) |
θα ξεψαχνίζουν(ε) | να ξεψαχνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεψάχνισα | θα ξεψαχνίσω | να ξεψαχνίσω | ξεψαχνίσει | ||
β' ενικ. | ξεψάχνισες | θα ξεψαχνίσεις | να ξεψαχνίσεις | ξεψάχνισε | ||
γ' ενικ. | ξεψάχνισε | θα ξεψαχνίσει | να ξεψαχνίσει | |||
α' πληθ. | ξεψαχνίσαμε | θα ξεψαχνίσουμε | να ξεψαχνίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεψαχνίσατε | θα ξεψαχνίσετε | να ξεψαχνίσετε | ξεψαχνίστε | ||
γ' πληθ. | ξεψάχνισαν ξεψαχνίσαν(ε) |
θα ξεψαχνίσουν(ε) | να ξεψαχνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεψαχνίσει | είχα ξεψαχνίσει | θα έχω ξεψαχνίσει | να έχω ξεψαχνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεψαχνίσει | είχες ξεψαχνίσει | θα έχεις ξεψαχνίσει | να έχεις ξεψαχνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεψαχνίσει | είχε ξεψαχνίσει | θα έχει ξεψαχνίσει | να έχει ξεψαχνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεψαχνίσει | είχαμε ξεψαχνίσει | θα έχουμε ξεψαχνίσει | να έχουμε ξεψαχνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεψαχνίσει | είχατε ξεψαχνίσει | θα έχετε ξεψαχνίσει | να έχετε ξεψαχνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεψαχνίσει | είχαν ξεψαχνίσει | θα έχουν ξεψαχνίσει | να έχουν ξεψαχνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεψαχνίζω