ξεσκλαβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεσκλαβώνω
- απελευθερώνω έναν κυριολεκτικά ή με τη μεταφορική έννοια δούλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσκλαβώνω | ξεσκλάβωνα | θα ξεσκλαβώνω | να ξεσκλαβώνω | ξεσκλαβώνοντας | |
β' ενικ. | ξεσκλαβώνεις | ξεσκλάβωνες | θα ξεσκλαβώνεις | να ξεσκλαβώνεις | ξεσκλάβωνε | |
γ' ενικ. | ξεσκλαβώνει | ξεσκλάβωνε | θα ξεσκλαβώνει | να ξεσκλαβώνει | ||
α' πληθ. | ξεσκλαβώνουμε | ξεσκλαβώναμε | θα ξεσκλαβώνουμε | να ξεσκλαβώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεσκλαβώνετε | ξεσκλαβώνατε | θα ξεσκλαβώνετε | να ξεσκλαβώνετε | ξεσκλαβώνετε | |
γ' πληθ. | ξεσκλαβώνουν(ε) | ξεσκλάβωναν ξεσκλαβώναν(ε) |
θα ξεσκλαβώνουν(ε) | να ξεσκλαβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσκλάβωσα | θα ξεσκλαβώσω | να ξεσκλαβώσω | ξεσκλαβώσει | ||
β' ενικ. | ξεσκλάβωσες | θα ξεσκλαβώσεις | να ξεσκλαβώσεις | ξεσκλάβωσε | ||
γ' ενικ. | ξεσκλάβωσε | θα ξεσκλαβώσει | να ξεσκλαβώσει | |||
α' πληθ. | ξεσκλαβώσαμε | θα ξεσκλαβώσουμε | να ξεσκλαβώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσκλαβώσατε | θα ξεσκλαβώσετε | να ξεσκλαβώσετε | ξεσκλαβώστε | ||
γ' πληθ. | ξεσκλάβωσαν ξεσκλαβώσαν(ε) |
θα ξεσκλαβώσουν(ε) | να ξεσκλαβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσκλαβώσει | είχα ξεσκλαβώσει | θα έχω ξεσκλαβώσει | να έχω ξεσκλαβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσκλαβώσει | είχες ξεσκλαβώσει | θα έχεις ξεσκλαβώσει | να έχεις ξεσκλαβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσκλαβώσει | είχε ξεσκλαβώσει | θα έχει ξεσκλαβώσει | να έχει ξεσκλαβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσκλαβώσει | είχαμε ξεσκλαβώσει | θα έχουμε ξεσκλαβώσει | να έχουμε ξεσκλαβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσκλαβώσει | είχατε ξεσκλαβώσει | θα έχετε ξεσκλαβώσει | να έχετε ξεσκλαβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσκλαβώσει | είχαν ξεσκλαβώσει | θα έχουν ξεσκλαβώσει | να έχουν ξεσκλαβώσει |
|