ξεμπροστιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαξεμπροστιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ξεμπροστιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ξεμπροστιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεμπροστιασμένος