Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ξε- + μασκαρεύω

  Ρήμα επεξεργασία

  • αποκαλύπτω το πραγματικό πρόσωπο, αποκαλύπτω απάτη


Συνώνυμα επεξεργασία

μερική συνωνυμία επεξεργασία