Ετυμολογία el

επεξεργασία

ξε- + μασκαρεύω

  • αποκαλύπτω το πραγματικό πρόσωπο, αποκαλύπτω απάτη


Συνώνυμα

επεξεργασία

μερική συνωνυμία

επεξεργασία