ξελειτουργώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξελειτουργώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ξελειτουργώ
- (αμετάβατο) φεύγω από την εκκλησία αφού τελειώσει η Θεία Λειτουργία
- (μεταβατικό) (για ιερέα) τελειώνω τη Θεία Λειτουργία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξελειτουργώ
|