Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελειτουργώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξελειτουργώ

  1. (αμετάβατο) φεύγω από την εκκλησία αφού τελειώσει η Θεία Λειτουργία
  2. (μεταβατικό) (για ιερέα) τελειώνω τη Θεία Λειτουργία

  Μεταφράσεις επεξεργασία