ξεκουρντισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαξεκουρντισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ξεκουρντισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ξεκουρντισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεκουρντισμένος