Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαρραβωνιάζω < ξε + αρραβωνιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαρραβωνιάζω (& ξαρραβωνιάζομαι)

  1. λύνω τη δέσμευση του αρραβώνα, της μνηστείας
    Τους ξαρραβώνιασε ο πατέρας της
  2. (μεταφορικά και παρωχημένο) διαλύω μια σχέση μεταξύ δύο καταστάσεων, μια δέσμευση π.χ. για αγορά όπου είχα δώσει καπάρο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία