ξαγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαγιάζω < ξάγι
Ρήμα
επεξεργασίαξαγιάζω
- κλέβω, εξαπατώ (επειδή το ξάγι, το κύπελλο, με το οποίο έπαιρνε σε είδος την αμοιβή του ο μυλωνάς ήταν συχνά μεγαλύτερο από την κανονική μονάδα και έτσι έπαιρνε περισσότερα από όσα δικαιούτο)
Προφορά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαγιάζω | ξάγιαζα | θα ξαγιάζω | να ξαγιάζω | ξαγιάζοντας | |
β' ενικ. | ξαγιάζεις | ξάγιαζες | θα ξαγιάζεις | να ξαγιάζεις | ξάγιαζε | |
γ' ενικ. | ξαγιάζει | ξάγιαζε | θα ξαγιάζει | να ξαγιάζει | ||
α' πληθ. | ξαγιάζουμε | ξαγιάζαμε | θα ξαγιάζουμε | να ξαγιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξαγιάζετε | ξαγιάζατε | θα ξαγιάζετε | να ξαγιάζετε | ξαγιάζετε | |
γ' πληθ. | ξαγιάζουν(ε) | ξάγιαζαν ξαγιάζαν(ε) |
θα ξαγιάζουν(ε) | να ξαγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξάγιασα | θα ξαγιάσω | να ξαγιάσω | ξαγιάσει | ||
β' ενικ. | ξάγιασες | θα ξαγιάσεις | να ξαγιάσεις | ξάγιασε | ||
γ' ενικ. | ξάγιασε | θα ξαγιάσει | να ξαγιάσει | |||
α' πληθ. | ξαγιάσαμε | θα ξαγιάσουμε | να ξαγιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξαγιάσατε | θα ξαγιάσετε | να ξαγιάσετε | ξαγιάστε | ||
γ' πληθ. | ξάγιασαν ξαγιάσαν(ε) |
θα ξαγιάσουν(ε) | να ξαγιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαγιάσει | είχα ξαγιάσει | θα έχω ξαγιάσει | να έχω ξαγιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαγιάσει | είχες ξαγιάσει | θα έχεις ξαγιάσει | να έχεις ξαγιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαγιάσει | είχε ξαγιάσει | θα έχει ξαγιάσει | να έχει ξαγιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαγιάσει | είχαμε ξαγιάσει | θα έχουμε ξαγιάσει | να έχουμε ξαγιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαγιάσει | είχατε ξαγιάσει | θα έχετε ξαγιάσει | να έχετε ξαγιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαγιάσει | είχαν ξαγιάσει | θα έχουν ξαγιάσει | να έχουν ξαγιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαγιάζω
|