Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαγιάζω < ξάγι

ξαγιάζω

  • κλέβω, εξαπατώ (επειδή το ξάγι, το κύπελλο, με το οποίο έπαιρνε σε είδος την αμοιβή του ο μυλωνάς ήταν συχνά μεγαλύτερο από την κανονική μονάδα και έτσι έπαιρνε περισσότερα από όσα δικαιούτο)

  Προφορά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία