Δείτε επίσης: νῶμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νώμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νῶμος → δείτε τη λέξη ὦμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νώμος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)