Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νώμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
νῶμος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νώμος
< (
κληρονομημένο
)
μεσαιωνική ελληνική
νῶμος
→
δείτε
τη λέξη
ὦμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νώμος
αρσενικό
(
κυπριακά
) ο
ώμος
Πηγές
επεξεργασία
(
Χρειάζεται τεκμηρίωση…
)