Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νύχευμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νύχευμα
<
νυχεύω
<
νύξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νύχευμα
, το
η
νυχτερινή
σκοπιά, η
φυλακή
ή
φρούρηση
στη νυχτερινή
βάρδια
Συγγενικά
επεξεργασία
νυχεύω