νυκτοφύλακα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίανυκτοφύλακα αρσενικό
- αιτιατική και κλητική ενικού του νυκτοφύλακας και γενική μόνο για το αρσενικό
- τύπος της γενικής για το θηλυκό: της νυκτοφύλακος
νυκτοφύλακα αρσενικό