ντουμπλαρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαντουμπλαρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ντουμπλαρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ντουμπλαρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ντουμπλαρισμένος