ντογρού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντογρού < (άμεσο δάνειο) τουρκική doğru και → δείτε τη λέξη ντουγρού
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ντογρού και ντουγρού
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντογρού
ντογρού και ντουγρού