νταμουζλούκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νταμουζλούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική damızlık + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταμουζλούκι και νταμαζλούκι ουδέτερο
- αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία νταμουζλούκι
|