Ετυμολογία

επεξεργασία
νταμουζλούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική damızlık +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νταμουζλούκι και νταμαζλούκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία