Ετυμολογία

επεξεργασία
νουνίζω < αρχαία ελληνική νοῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nuˈni.zɔ/

νουνίζω

  1. σκέφτομαι, υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
  2. εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές

Παροιμίες

επεξεργασία
  • Ο αχουλής ους να νουνίζ’, ο παλαλόν κρούει και διαβαίν’: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλομένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει

Δείτε επίσης

επεξεργασία