νουνίζω
Ποντιακά (pnt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νουνίζω < αρχαία ελληνική νοῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
νουνίζω
Παροιμίες επεξεργασία
- Ο αχουλής ους να νουνίζ’, ο παλαλόν κρούει και διαβαίν’: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλομένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει