νισυριώτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανισυριώτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νισυριώτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νισυριώτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νισυριώτικος