νικελωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
νικελωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νικελωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νικελωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νικελωμένος
νικελωμένων