νεόκτιστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανεόκτιστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νεόκτιστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νεόκτιστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νεόκτιστος
νεόκτιστων