νεφρίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεφρίνη < νεφρ(ός) + -ίνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεφρίνη θηλυκό
- (βιολογία, βιοχημεία) ένζυμο (κατ' άλλους ορμόνη) που εκκρίνεται στο αίμα από το νεφρό και στη συνέχεια ενώνεται με το αγγειοτενσινογόνο δημιουργώντας την αγγειοτενσίνη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεφρίνη
|